σπουδάζομαι

σπουδάζομαι
σπουδάζω
to be busy
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • споспешествую — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. (греч. σπουδάζομαι, ἐνεργέω) содействую (1 Кор. 16,… …   Словарь церковнославянского языка

  • κατασπουδάζομαι — (AM) φροντίζω, ενδιαφέρομαι σοβαρά για κάτι αρχ. 1. καταγίνομαι σε σπουδαία έργα, είμαι σπουδαίος, σοβαρός 2. παθ. α) ταράζομαι β) καταπιέζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σπουδάζομαι «φροντίζω σοβαρά»] …   Dictionary of Greek

  • σπουδάζω — ΝΜΑ, και σπουδάχνω Ν ασχολούμαι με κάτι επιμελώς και με προσοχή, μελετώ με προσοχή κάτι ώστε να τό μάθω (α. «σπουδάζει ιατρική» β. «ἐσπούδαζε διδάσκων», Ξεν.) νεοελλ. 1. (μτβ.) α) παρέχω σε κάποιον τα μέσα για να σπουδάσει μια επιστήμη ή τέχνη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”